Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Potto
01
πόττο, μικρό νυκτόβιο πρωτεύον
a small nocturnal primate that has a short tail and moves very slowly, living in the rainforests of Africa
02
πόττο, ένα είδος λεμούριου
a kind of lemur
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πόττο, μικρό νυκτόβιο πρωτεύον
πόττο, ένα είδος λεμούριου