Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pothead
01
καπνιστής μαριχουάνας, εθισμένος στην κάνναβη
a person who frequently smokes or uses marijuana
Παραδείγματα
He 's a total pothead; always smoking in the garage.
Είναι ένας χρήστης μαριχουάνας· πάντα καπνίζει στο γκαράζ.
Back in college, I had a few friends who were potheads.
Στο κολέγιο, είχα μερικούς φίλους που ήταν καπνιστές μαριχουάνας.
Λεξικό Δέντρο
pothead
pot
head



























