Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
postwar
01
μεταπολεμικός, μετά τον πόλεμο
referring to the period or the things existing or happening after a war has ended
Παραδείγματα
The country experienced rapid economic growth in the postwar period.
Η χώρα γνώρισε ταχεία οικονομική ανάπτυξη στην μεταπολεμική περίοδο.
The postwar reconstruction efforts aimed to rebuild cities devastated by bombing.
Οι προσπάθειες μεταπολεμικής ανασυγκρότησης είχαν στόχο την ανοικοδόμηση των πόλεων που καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς.



























