Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Possessor
01
κατοχος, ιδιοκτήτης
someone who is the owner of something
Παραδείγματα
As the possessor of the land, he had the right to sell or lease it to others.
Ως κατόχος της γης, είχε το δικαίωμα να την πουλήσει ή να την νοικιάσει σε άλλους.
She was the possessor of a unique painting, which had been passed down through generations.
Ήταν η κατέχουσα μιας μοναδικής ζωγραφικής, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά.
Λεξικό Δέντρο
possessor
possess



























