Bailor
volume
British pronunciation/bˈeɪlə/
American pronunciation/ˈbeɪɫɝ/

Ορισμός και Σημασία του "bailor"

01

the person who delivers personal property (goods or money) in trust to the bailee in a bailment

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store