Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
polyunsaturated fatty acid
/pˌɑːlɪˈʌnsɐtʃɚɹˌeɪɾᵻd fˈæɾi ˈæsɪd/
/pˌɒlɪˈʌnsɐtʃəɹˌeɪtɪd fˈati ˈasɪd/
Polyunsaturated fatty acid
01
πολυακόρεστη λιπαρό οξύ, ΠΛΟ
a good kind of fat in certain oils and foods, with more than one healthy link in its structure
Παραδείγματα
Health-conscious individuals often prioritize polyunsaturated fatty acids in their diets.
Οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την υγεία συχνά προτεραιοποιούν τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα στη διατροφή τους.
The avocado is praised for its content of heart-healthy polyunsaturated fatty acids.
Το αβοκάντο επαινείται για την περιεκτικότητά του σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα που είναι καλά για την καρδιά.



























