Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to badmouth
01
κακολογώ, δυσφημίζω
to criticize or speak unfavorably about someone or something, often in an unfair or unkind way.
Παραδείγματα
She often badmouths her competitors in an attempt to gain a competitive edge.
Συχνά κακολογεί τους ανταγωνιστές της σε μια προσπάθεια να κερδίσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
The rival company badmouthed our product during the last industry conference.
Η ανταγωνιστική εταιρεία κακολόγησε το προϊόν μας κατά την τελευταία βιομηχανική διάσκεψη.
Λεξικό Δέντρο
badmouth
bad
mouth



























