LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pneumonitis
/njˌuːmənˈaɪtɪs/
/njˌuːmənˈaɪɾɪs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pneumonitis"
Pneumonitis
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
inflammation of the lungs; caused by a virus or an allergic reaction
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pneumonic plague
pneumonic
pneumonia
pneumonectomy
pneumogastric nerve
pneumonoconiosis
pneumothorax
pneumovax
png
po box
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App