LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pneumatic drill
/njuːmˈatɪk dɹˈɪl/
/njuːmˈæɾɪk dɹˈɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pneumatic drill"
Pneumatic drill
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a power drill powered by compressed air
word family
pneumatic drill
pneumatic drill
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pneumatic caisson
pneumatic
pm
plzen
plywood
pneumatic hammer
pneumatic lift table
pneumatic tire
pneumatic tube system
pneumatic tyre
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App