LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Backwoods
/bˈækwʊdz/
/ˈbæˈkwʊdz/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "backwoods"
Backwoods
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a remote and undeveloped area
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
backwater
backwash unit
backwash
backwards and forwards
backwards
backwoodsman
backyard
bacon
bacon and eggs
bacon rind
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App