Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Plughole
01
τρύπα αποχέτευσης, τρύπα πώματος
a hole into which a plug fits (especially a hole where water drains away)
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
plughole
plug
hole
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρύπα αποχέτευσης, τρύπα πώματος
Λεξικό Δέντρο
plug
hole