Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pliers
01
πένσα, τσιμπίδα
a small metal tool with two jaws used for gripping, bending, or cutting materials such as wires, pipes, or small objects
Παραδείγματα
The electrician used pliers to twist the wires together securely.
Ο ηλεκτρολόγος χρησιμοποίησε τσιμπιδάκια για να στρίψει τα καλώδια μαζί με ασφάλεια.
He used needle-nose pliers to reach into tight spaces and grasp small components.
Χρησιμοποίησε πένσα με μυτερή μύτη για να φτάσει σε στενά σημεία και να πιάσει μικρά εξαρτήματα.



























