LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Backstairs
/bˈæksteəz/
/ˈbækˌstɛɹz/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "backstairs"
Backstairs
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a second staircase at the rear of a building
backstairs
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
secret and sly or sordid
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
backstair
backstage
backstabbing
backspin
backspacer
backstay
backstitch
backstop
backstory
backstroke
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App