LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Playactor
/plˈeɪaktə/
/plˈeɪæktɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "playactor"
Playactor
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an actor who travels around the country presenting plays
word family
play
act
playact
playact
Verb
playactor
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
playacting
playact
playable
playa
play-box
playback
playback theater
playbill
playbook
playbox
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App