Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
plastic surgeon
/plˈæstɪk sˈɜːdʒən/
/plˈastɪk sˈɜːdʒən/
Plastic surgeon
01
πλαστικός χειρουργός, αισθητικός χειρουργός
a doctor who performs medical operations to repair body parts or make them look more attractive
Παραδείγματα
She consulted a plastic surgeon for reconstructive surgery after an accident left her with facial injuries.
Συμβουλεύτηκε έναν πλαστικό χειρουργό για ανακατασκευαστική χειρουργική επέμβαση μετά από ένα ατύχημα που της προκάλεσε τραύματα στο πρόσωπο.
The plastic surgeon performed a facelift to help improve the patient ’s appearance and self-esteem.
Ο πλαστικός χειρουργός πραγματοποίησε πλαστική επέμβαση προσώπου για να βοηθήσει στη βελτίωση της εμφάνισης και της αυτοεκτίμησης του ασθενούς.



























