Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Planner
01
πλάνο, προγραμματιστής
a notebook for recording appointments and things to be done, etc.
02
σχεδιαστής, οργανωτής
a person who makes plans
Λεξικό Δέντρο
planner
plan
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλάνο, προγραμματιστής
σχεδιαστής, οργανωτής
Λεξικό Δέντρο