Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Planking
01
η επένδυση με σανίδες, η εργασία της κάλυψης μιας περιοχής με σανίδες
the work of covering an area with planks
02
δάπεδο (κατασκευασμένο από σανίδες, όπως σε πλοίο)
(nautical) a covering or flooring constructed of planks (as on a ship)
03
σανίδες συλλογικά; μια ποσότητα σανίδων, συλλογή σανίδων
planks collectively; a quantity of planks
Λεξικό Δέντρο
planking
plank



























