LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Placidly
/plˈæsɪdli/
/ˈpɫæsɪdɫi/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "placidly"
placidly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a quiet and tranquil manner
02
in a placid and good-natured manner
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
placidity
placid
placeseeker
placer mining
placer miner
placidness
placido domingo
placidyl
placket
placoderm
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App