LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pitcherful
/pˈɪtʃəfəl/
/pˈɪtʃɚfəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pitcherful"
Pitcherful
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quantity contained in a pitcher
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pitcher-shaped
pitcher-plant family
pitcher's mound
pitcher will go to the well once too often
pitcher plant
pitchfork
pitching change
pitching coach
pitching machine
pitching rubber
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App