Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pitchfork
01
δικράνι, δικράνι για σανό
a long-handled hand tool with sharp widely spaced prongs for lifting and pitching hay
to pitchfork
01
σηκώνω με τσουγκράνα, ανυψώνω με τσουγκράνα
lift with a pitchfork
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δικράνι, δικράνι για σανό
σηκώνω με τσουγκράνα, ανυψώνω με τσουγκράνα