Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Piper
01
ασκοπλαστής, μουσικός του γκάιντα
a person who plays the musical bagpipe
02
πιπέρι, τυπογενές γένος των Piperaceae: μεγάλο γένος κυρίως αναρριχητικών τροπικών θάμνων
type genus of the Piperaceae: large genus of chiefly climbing tropical shrubs
Λεξικό Δέντρο
piper
pip



























