Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pillion
01
πίσω κάθισμα, κάθισμα του επιβάτη
a seat behind the main rider on a motorcycle
Παραδείγματα
She rode pillion on his motorcycle during the parade.
Καβαλούσε στο πίσω κάθισμα της μοτοσικλέτας του κατά τη διάρκεια της παρέλασης.
The pillion seat was equipped with grab handles for safety.
Η πίσω θέση ήταν εξοπλισμένη με χειρολαβές για ασφάλεια.



























