Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pigtail
01
πλεξούδα, ουρά γουρουνιού
a braided piece of hair, hanging from the back or in a pair at sides of the head
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
pigtail
pig
tail
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλεξούδα, ουρά γουρουνιού
Λεξικό Δέντρο
pig
tail