LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pieta
/piˈɛtə/
/piˈɛɾə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pieta"
Pieta
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a representation of the Virgin Mary mourning over the dead body of Jesus
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
piet mondrian
pierrot
pierre teilhard de chardin
pierre simon de laplace
pierre larousse
pieter zeeman
pietism
pietistic
pietrain
piety
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App