LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Backbencher
/bˈækbɛntʃɐ/
/bˈækbɛntʃɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "backbencher"
Backbencher
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a member of the House of Commons who is not a party leader
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
backbench
backbeat
backband
backache
back-to-back
backbend
backbite
backbiter
backblast
backboard
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App