LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pier mirror
/pˈiə mˈɪɹə/
/pˈɪɹ mˈɪɹɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pier mirror"
Pier mirror
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a large mirror between two windows
word family
pier mirror
pier mirror
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pier luigi nervi
pier glass
pier
pieplant
piemonte
pier table
pierce
pierced
pierced earring
piercing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App