LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pictor
/pˈɪktə/
/pˈɪktɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pictor"
Pictor
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a constellation in the southern hemisphere near Dorado and Columba
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
picton blue
pictographic
pictograph
pictogram
pictish
pictorial
pictorial matter
pictorial representation
pictorially
pictural
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App