Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pictorially
01
εικονογραφικά, οπτικά
in a way related to pictures or visual representations, often using images to convey information
Παραδείγματα
The website displayed information pictorially, using infographics and images.
Ο ιστότοπος εμφάνιζε τις πληροφορίες εικονογραφικά, χρησιμοποιώντας πληροφοριακά γραφήματα και εικόνες.
The instructions were illustrated pictorially, making it easy for users to understand.
Οι οδηγίες απεικονίστηκαν εικονογραφικά, κάνοντας εύκολη την κατανόησή τους για τους χρήστες.
Λεξικό Δέντρο
pictorially
pictorial
pictor



























