photovoltaic
pho
ˌfoʊ
φου
to
τα
vol
voʊl
βουλ
taic
ˈteɪɪk
τειικ
British pronunciation
/fˌə‍ʊtə‍ʊvə‍ʊltˈe‍ɪɪk/

Ορισμός και σημασία του "photovoltaic"στα αγγλικά

photovoltaic
01

φωτοβολταϊκό, σχετικό με την τεχνολογία που μετατρέπει το ηλιακό φως απευθείας σε ηλεκτρική ενέργεια

related to the technology that turns sunlight directly into electricity
example
Παραδείγματα
Solar panels use photovoltaic cells to convert sunlight into electricity.
Τα ηλιακά πάνελ χρησιμοποιούν φωτοβολταϊκά κύτταρα για να μετατρέπουν το ηλιακό φως σε ηλεκτρισμό.
Advances in photovoltaic technology have made renewable energy more accessible and efficient.
Οι προόδους στην τεχνολογία φωτοβολταϊκών έχουν κάνει την ανανεώσιμη ενέργεια πιο προσβάσιμη και αποτελεσματική.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store