Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
photoelectric
01
φωτοηλεκτρικός, φωτοβολταϊκός
related to the release of electrons from a surface in the process of lighting
Λεξικό Δέντρο
photoelectric
photoelectr
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φωτοηλεκτρικός, φωτοβολταϊκός
Λεξικό Δέντρο