Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Photocopy
01
φωτοτυπία, αντίγραφο
a copy of an image, document, etc. that is made using a machine that photographs the work then prints it
Παραδείγματα
She made a photocopy of her passport for the application.
Έκανε μια φωτοτυπία του διαβατηρίου της για την αίτηση.
The teacher handed out photocopies of the worksheet to the class.
Ο δάσκαλος μοίρασε φωτοτυπίες του φύλλου εργασίας στην τάξη.
to photocopy
01
φωτοτυπώ, αναπαράγω με ξηρογραφία
reproduce by xerography



























