phonological
pho
ˌfoʊ
φου
no
να
lo
ˈlɑ
λα
gi
ʤɪ
τζι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/fˌɒnəlˈɒd‍ʒɪkə‍l/

Ορισμός και σημασία του "phonological"στα αγγλικά

phonological
01

φωνολογικός, σχετικός με το φωνητικό σύστημα μιας γλώσσας

relating to the sound system of a language
example
Παραδείγματα
Phonological processes involve the manipulation and organization of speech sounds in language development.
Οι φωνολογικές διαδικασίες περιλαμβάνουν τον χειρισμό και την οργάνωση των ήχων ομιλίας στην ανάπτυξη της γλώσσας.
Linguists study phonological rules to understand how sounds combine to form words in different languages.
Οι γλωσσολόγοι μελετούν τους φωνολογικούς κανόνες για να κατανοήσουν πώς οι ήχοι συνδυάζονται για να σχηματίσουν λέξεις σε διαφορετικές γλώσσες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store