LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Babyhood
/bˈeɪbɪhˌʊd/
/ˈbeɪbiˌhʊd/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "babyhood"
Babyhood
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the earliest state of immaturity
02
the early stage of growth or development
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
babygrow
baby-wise
baby-walker
baby-sitter
baby-sit
babyish
babylon
babylonian
babyminder
babyrousa
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App