Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Babyhood
01
βρεφική ηλικία, πρώιμη παιδική ηλικία
the earliest state of immaturity
02
βρεφική ηλικία, πρώιμη παιδική ηλικία
the early stage of growth or development
Λεξικό Δέντρο
babyhood
baby
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
βρεφική ηλικία, πρώιμη παιδική ηλικία
βρεφική ηλικία, πρώιμη παιδική ηλικία
Λεξικό Δέντρο