LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Permeating
/pˈɜːmɪˌeɪtɪŋ/
/ˈpɝmiˌeɪtɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "permeating"
permeating
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
spreading or spread throughout
word family
perme
perme
Verb
permeate
Verb
permeating
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
permeate
permeant
permeableness
permeable
permeability
permeation
permeative
permed
permian
permian period
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App