Permeating
volume
British pronunciation/pˈɜːmɪˌe‍ɪtɪŋ/
American pronunciation/ˈpɝmiˌeɪtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "permeating"

permeating
01

spreading or spread throughout

word family

perme

perme

Verb

permeate

Verb

permeating

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store