Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to perjure
01
ψευδομαρτυρώ, λέω ψέματα υπό όρκο
to lie in a court of law after officially swearing to tell the truth
Παραδείγματα
It is morally wrong to perjure oneself in court, as it undermines the pursuit of justice.
Είναι ηθικά λάθος να ψευδομαρτυρεί κανείς στο δικαστήριο, καθώς υπονομεύει την αναζήτηση της δικαιοσύνης.
The defendant refused to perjure himself under pressure from the prosecution.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να ψευδομαρτυρήσει υπό την πίεση της δίωξης.



























