Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peripatetic
01
περιπατητικός, οπαδός του Αριστοτέλη
a follower of Aristotle or an adherent of Aristotelianism
02
περιπατητικός, πεζοπόρος
a person who walks from place to place
peripatetic
01
περιπατητικός, αριστοτελικός
of or relating to Aristotle or his philosophy
02
περιπατητικός, νομάς
constantly traveling to different locations, particularly due to work
Παραδείγματα
His peripatetic lifestyle involved traveling to different cities every week for work.
Ο περιπατητικός τρόπος ζωής του περιλάμβανε ταξίδια σε διαφορετικές πόλεις κάθε εβδομάδα για δουλειά.
Her peripatetic career as a travel journalist took her to many exotic locations.
Η περιπατητική καριέρα της ως ταξιδιωτική δημοσιογράφος την οδήγησε σε πολλές εξωτικές τοποθεσίες.
Λεξικό Δέντρο
peripateticism
peripatetic
peripatet



























