peripatetic
pe
ˌpɛ
πε
ri
ρα
pa
πα
te
ˈtɛ
τε
tic
tɪk
τικ
British pronunciation
/pˌɛɹɪpɐtˈɛtɪk/

Ορισμός και σημασία του "peripatetic"στα αγγλικά

01

περιπατητικός, οπαδός του Αριστοτέλη

a follower of Aristotle or an adherent of Aristotelianism
02

περιπατητικός, πεζοπόρος

a person who walks from place to place
peripatetic
01

περιπατητικός, αριστοτελικός

of or relating to Aristotle or his philosophy
02

περιπατητικός, νομάς

constantly traveling to different locations, particularly due to work
example
Παραδείγματα
His peripatetic lifestyle involved traveling to different cities every week for work.
Ο περιπατητικός τρόπος ζωής του περιλάμβανε ταξίδια σε διαφορετικές πόλεις κάθε εβδομάδα για δουλειά.
Her peripatetic career as a travel journalist took her to many exotic locations.
Η περιπατητική καριέρα της ως ταξιδιωτική δημοσιογράφος την οδήγησε σε πολλές εξωτικές τοποθεσίες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store