Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Axle
01
άξονας, στροφαλοφόρος άξονας
a central shaft for a rotating wheel or gear, crucial for vehicle movement
Παραδείγματα
The front axle needed replacement due to wear.
Ο μπροστινός άξονας χρειαζόταν αντικατάσταση λόγω φθοράς.
She heard a noise coming from the rear axle.
Άκουσε έναν θόρυβο που προέρχονταν από τον πίσω άξονα.



























