Peddling
volume
British pronunciation/pˈɛdlɪŋ/
American pronunciation/ˈpɛdəɫɪŋ/, /ˈpɛdɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "peddling"

01

the act of selling goods for a living

word family

peddle

peddle

Verb

peddling

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store