Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Peddler
01
πλανόδιος πωλητής, γυρολόγος
someone who travels about selling his wares (as on the streets or at carnivals)
02
έμπορος, πωλητής
an unlicensed dealer in illegal drugs
Λεξικό Δέντρο
peddler
peddle
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλανόδιος πωλητής, γυρολόγος
έμπορος, πωλητής
Λεξικό Δέντρο