Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Awl
01
σουβλί, τρυπάνι
a sharp, pointed tool used to pierce or mark materials like leather, wood, or fabric
Παραδείγματα
She used an awl to punch holes in the leather belt.
Χρησιμοποίησε ένα σουβλί για να τρυπήσει τρύπες στη δερμάτινη ζώνη.
The carpenter reached for his awl to mark the drilling spots.
Ο ξυλουργός έπιανε το σουβλί του για να σημάνει τα σημεία διάτρησης.



























