Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
payable
Παραδείγματα
The monthly rent is payable by the first day of each month.
Ο μηνιαίος ενοίκιος είναι πληρωτέος την πρώτη ημέρα κάθε μήνα.
Annual interest on the loan becomes payable at the start of each year.
Οι ετήσιοι τόκοι του δανείου γίνονται πληρωτέοι στην αρχή κάθε έτους.
Payable
01
λογαριασμός πληρωτέος, χρέος
a liability account showing how much is owed for goods and services purchased on credit
Λεξικό Δέντρο
repayable
payable
pay



























