Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pathologically
01
παθολογικά, με παθολογικό τρόπο
with regard to the study, diagnosis, or treatment of diseases or abnormal conditions
Παραδείγματα
The behavior was considered pathologically compulsive, indicating a potential mental health disorder.
Η συμπεριφορά θεωρήθηκε παθολογικά καταναγκαστική, υποδεικνύοντας μια πιθανή διαταραχή ψυχικής υγείας.
The research focused pathologically on the cellular changes associated with the disease.
Η έρευνα επικεντρώθηκε παθολογικά στις κυτταρικές αλλαγές που σχετίζονται με την ασθένεια.
Λεξικό Δέντρο
pathologically
pathological



























