Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Passenger vehicle
01
επιβατικό όχημα, αυτοκίνητο
a vehicle designed to transport people rather than goods
Παραδείγματα
The passenger vehicle had seating for up to five adults.
Το επιβατικό όχημα είχε καθίσματα για έως και πέντε ενήλικες.
He rented a comfortable passenger vehicle for his family's road trip.
Νοίκιασε ένα άνετο επιβατικό όχημα για το οδικό ταξίδι της οικογένειάς του.



























