Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to pass away
[phrase form: pass]
01
απεβίωσε, πέθανε
to no longer be alive
Intransitive
Παραδείγματα
The community mourned when they heard that the beloved teacher had passed away.
Η κοινότητα θρήνησε όταν άκουσε ότι ο αγαπημένος δάσκαλος είχε πεθάνει.
I just found out that my childhood friend passed away in an accident.
Μόλις έμαθα ότι ο φίλος μου από την παιδική ηλικία πέθανε σε ένα ατύχημα.
02
εξαφανίζομαι, σβήνω
to fade, disappear, or cease to exist
Intransitive
Παραδείγματα
Many old dialects have passed away with the advent of modern communication tools.
Πολλές παλιές διάλεκτοι έχουν εξαφανιστεί με την έλευση των σύγχρονων εργαλείων επικοινωνίας.
That old way of thinking needs to pass away for society to progress.
Αυτός ο παλιός τρόπος σκέψης πρέπει να ξεχαστεί για να προοδεύσει η κοινωνία.



























