Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Parking brake
01
φρένο στάθμευσης, χειροφρένο
a hand-operated brake used to keep a vehicle stationary when parked
Παραδείγματα
He engaged the parking brake before exiting the car.
Ενεργοποίησε το χειρόφρενο πριν βγει από το αυτοκίνητο.
They adjusted the tension of the parking brake cable.
Προσάρμοσαν την τάση του καλωδίου του χειροφρένου.



























