Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paling
01
παλούκι φράχτη, σανίδα περιφράγματος
a narrow wooden or metal fence picket or board used to create a barrier or enclosure
Παραδείγματα
The carpenter replaced the damaged paling in the fence.
Ο ξυλουργός αντικατέστησε το κατεστραμμένο ξύλο στο φράχτη.
A row of pale wooden palings lined the edge of the property.
Μια σειρά από χλωμά ξύλινα παλούκια παρατάχθηκαν στην άκρη της ιδιοκτησίας.



























