Paintable
volume
British pronunciation/pˈeɪntəbəl/
American pronunciation/pˈeɪntəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "paintable"

01

lending itself to being painted

word family

paint

paint

Noun

paintable

Adjective

unpaintable

Adjective

unpaintable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store