LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Avail
/ɐvˈeɪl/
/əˈveɪɫ/
Verb (3)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "avail"
to avail
ΡΉΜΑ
01
use to one's advantage
02
be of use to, be useful to
03
take or use
Avail
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a means of serving
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
avahi laniger
avahi
avadavat
av receiver
av
avail of
availability
available
availableness
avalanche
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App