Ovulation
volume
British pronunciation/ˌɒvjʊlˈe‍ɪʃən/
American pronunciation/ˌoʊvjəˈɫeɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "ovulation"

01

the expulsion of an ovum from the ovary (usually midway in the menstrual cycle)

word family

ovulate

ovulate

Verb

ovulation

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store