Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
automobile mechanic
/ˈɔːɾəməbˌiəl mɪkˈænɪk/
/ˈɔːtəməbˌiəl mɪkˈanɪk/
Automobile mechanic
01
μηχανικός αυτοκινήτων, αυτοκινητοτεχνίτης
someone whose occupation is repairing and maintaining automobiles
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μηχανικός αυτοκινήτων, αυτοκινητοτεχνίτης